- προσαγόρευμα
- προσαγόρευμαappellationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαγόρευμα — εύματος, τὸ, Α [προσαγορεύω] 1. προσαγόρευση 2. ονομασία, όνομα … Dictionary of Greek
προσαγορεύματι — προσαγόρευμα appellation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)